- κατοικοδομώ
- κατοικοδομῶ, -έω (Α)1. οικοδομώ πάνω ή μέσα σε κάποιον τόπο, ανεγείρω οικοδομή («τὰς ὁδοὺς κωλύουσι κατοικοδομεῑν», Αριστοτ.)2. δαπανώ για την κατασκευή οικοδομών («χαίρεις κατοικοδομῶν», Πλούτ.)3. χρησιμοποιώ κάτι για οικοδομή4. κλείνω ελεύθερο χώρο με οικοδομές5. παθ. κατοικοδομοῡμαι, -έομαιπεριβάλλομαι, περικλείομαι («κατοικοδομεῑσθαι σανίσι», Δίων Κάσσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + οἰκοδομῶ «ανεγείρω οικοδομή»].
Dictionary of Greek. 2013.